σιωπήσεις

σιωπήσεις
σιώπησις
taciturnity
fem nom/voc pl (attic epic)
σιώπησις
taciturnity
fem nom/acc pl (attic)
σιωπάω
keep silence
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
σιωπάω
keep silence
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”